αυτοφαγία

αυτοφαγία
η
τρόπος διατήρησης στη ζωή φυτικού ή ζωικού οργανισμού που συνίσταται στην απορρόφηση των λιγότερο χρήσιμων οργάνων του για να τραφεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… …   Dictionary of Greek

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • αυτοφαγικός — ή, ό ο σχετικός με την αυτοφαγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”